- υπνολάλος
- ο, Ναυτός που παρουσιάζει υπνολαλία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπνος + λαλώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπνολαλιά — η, Ν ιατρ. λεκτικός αυτοματισμός κατά τη διάρκεια τού ύπνου με εκφορά, περισσότερο ή λιγότερο, καλά αρθρωμένων φθόγγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπνολάλος. Η λ., στον τ. υπνολαλία, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… … Dictionary of Greek